ηλεκτροχημικός,-ή, -ό

ηλεκτροχημικός,-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροχημεία.
2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτροχημικός επιστήμονας ειδικός στην ηλεκτροχημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροχημικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροχημεία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηλεκτροχημικός ο επιστήμονας που ασχολείται με την ηλεκτροχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrochemical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • βολταϊκός — ή, ό ηλεκτρικός, ηλεκτροχημικός: Το βολταϊκό τόξο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”